Τα απαραίτητα συστατικά της τροφής είναι: υδατάνθρακες, λίπη, πρωτεΐνες-τα λεγόμενα «μακροθρεπτικά» συστατικά- και επίσης μέταλλα, βιταμίνες, ανόργανα στοιχεία-τα λεγόμενα «μικροθρεπτικά» συστατικά. Οι άνθρωποι χρειάζονται κατά Μ.Ο. περίπου 2700 θερμίδες2, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων. Το διατροφικό μοντέλο των πλουσίων δυτικών περιέχει πολύ κρέας, άρα πολλά λίπη. Συνήθως εξασφαλίζουν το 40% των θερμίδων τους από το λίπος.
Τα πολλά λίπη όμως επιφυλάσσουν όχι μόνο μεγάλο βάρος, αλλά και πολλά είδη καρκίνων και καρδιακά νοσήματα (στεφανιαία κυρίως). Η ιδανική δίαιτα θα ήταν αν εξασφαλίζαμε γύρω στο 20% των θερμίδων από λίπη3 Οι πρωτεΐνες είναι - μαζί με το νερό - κύριο συστατικό του σώματος (στους μυς, στις μεμβράνες, ερυθρά αιμοσφαίρια, αντισώματα, ορμόνες, ένζυμα κ.λπ). Παλιότερα στη Δύση-Βορρά κυριαρχούσε η άποψη ότι χρειαζόμαστε καθημερινά μεγάλες ποσότητες ζωικών πρωτεϊνών για να είμαστε υγιείς (δίαιτα με 12-15% πρωτεϊνη). Σήμερα μελέτες δείχνουν ότι το καλύτερο είναι μια δίαιτα με λιγότερο από 5% πρωτεϊνη4 και αντιλαμβανόμαστε ότι οι άνθρωποι μπορούν να πάρουν την απαραίτητη για αυτούς πρωτεϊνη από τα δημητριακά και τα όσπρια, πράγμα που έκαναν μέχρι τώρα μόνο οι χορτοφάγοι (αποδεδειγμένα πιο υγιείς σε σχέση με τους ευτραφείς υπέρβαρους αυτού του κόσμου).
Φυσικά τα ζωικά προϊόντα μας εξασφαλίζουν και κάποια απαραίτητα συστατικά όπως τα βασικά μέταλλα ασβέστιο και ψευδάργυρο, που δεν υπάρχουν σε ικανές ποσότητες στα φυτικά αντίστοιχα. Δεν θα πρέπει να τα διαγράψουμε εντελώς από τη καθημερινή μας δίαιτα, αλλά δεν χρειάζεται να στηρίζουμε τη δίαιτά μας κύρια στα ζωικά προϊόντα.
Αυτό θα έχει επιπτώσεις για τη μελλοντική «φωτισμένη» γεωργία: θα πρέπει να σταματήσει η σημερινή επιμονή στην εντατική κτηνοτροφία και η μεγάλη ζήτηση για τα προϊόντα της, ώστε να είναι δυνατόν να διατρέφεται ο παγκόσμιος πληθυσμός πλουσιοπάροχα με σιτηρά και όσπρια. Τα ζώα να είναι ενταγμένα με ισορροπία σε ολοκληρωμένα αγροκτήματα και τα ζωικά προϊόντα να είναι συμπληρωματικά στην ανθρώπινη διατροφή. Από την άλλη θα χρειασθεί να επανέλθει στην πραχτική των αγροτικών κοινοτήτων η καλλιέργεια των ντόπιων εγκλιματισμένων ποικιλιών, που δεν χρειάζονται πολλές εξωτερικές εισροές και αντέχουν καλύτερα στις ντόπιες συνθήκες κλίματος και εδάφους, καθώς αντίστοιχα και η εκτροφή των ντόπιων ρατσών ζώων και πουλερικών.
Όσον αφορά στα σιτηρά, εκτός των άλλων επιτυχημένων τοπικών ποικιλιών (στην Ελλάδα π.χ. μαλακό σιτάρι: Βεργίνα, Δίο, Αιγές, σκληρό: Καπέιτι, Σαπφώ, Σάμος, Σκύρος, κ.ά ) που καλλιεργούνται και σήμερα, να επανέλθουν και στην καλλιέργεια των «ντυμένων» σιταριών5 (του μονόκοκκου, δίκοκκου, σπέλτα) και κάποιων τέτοιων που καλλιεργήθηκαν με επιτυχία στο παρελθόν (στην Ελλάδα π.χ. Καπλουντζάς - Ερέτρεια - Μαυραγάνι - Ντεβές, Λεβέντης), και που εγκαταλείφθηκαν λόγω της δυσκολίας αποφλοίωσης και των χαμηλότερων αποδόσεων σε σχέση με τα «γυμνά» σιτηρά της εντατικής χημικής γεωργίας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο: η υπάρχουσα παραγωγή τροφίμων μπορεί να θρέψει με τροφή 2700 θερμίδων ημερησίως, 12 δισεκατομ. ανθρώπους. Δεν θα έπρεπε να πεινάει κανείς, δεδομένου ότι είμαστε προς το παρόν περίπου 7 δις. Όμως 40 εκατομ. πεθαίνουν από πείνα κάθε χρόνο και κάπου 850 εκατομ. υποφέρουν από υποσιτισμό, εκ των οποίων το 34% (Αφρικανοί) ζουν με κάτω από 300 θερμίδες την ημέρα. Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι της παραγωγής, που θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε, αλλά της διανομής της τροφής6 και του εισοδήματος (φτώχεια) και άρα κοινωνικοπολιτικό και παίρνει διαφορετική μορφή, ανάλογα με τη χώρα και την περιοχή.
Στη χώρα μας το πρόβλημα εκφράζεται με 3 διαφορετικές μορφές ανάλογα με το εισόδημα του πληθυσμού:
1. Η έλλειψη θερμίδων αφορά στα φτωχά λαϊκά στρώματα(κύρια άνεργους και συνταξιούχους), λόγω της ακρίβειας και χαμηλού εισοδήματος. Η ακρίβεια όπως είναι γνωστό οφείλεται λιγότερο στο μεγάλο κόστος παραγωγής των εγχώριων γεωργικών προϊόντων και περισσότερο στο όλο σύστημα διανομής τους. Το οποίο σύστημα αντιμετωπίζει το θέμα της ακρίβειας, όχι συμπιέζοντας τα δικά του κέρδη (αντίθετα προσπαθεί να τα μεγιστοποιεί κάθε φορά), αλλά συμπιέζοντας τις τιμές παραγωγού, που φθάνει μέχρι την εισαγωγή φθηνότερων υποβαθμισμένων ομοειδών προϊόντων από τρίτες χώρες και την εισαγωγή παράνομων μεταλλαγμένων. Τα φτωχά λαϊκά στρώματα από τη μεριά τους θα μπορούσαν να το ξεπεράσουν εν μέρει, αν διέθεταν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για τροφή (σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ο μέσος καταναλωτής διαθέτει περίπου το 18% του εισοδήματός του για αυτό) και εν μέρει αν απαιτούσαν μεγαλύτερα εισοδήματα ικανά για να τρέφονται καλά, όχι μόνο από άποψη θερμίδων, αλλά με ποιοτικά και υγιεινά προϊόντα.
2. Η ποιότητα της τροφής και η επιβάρυνσή της με ανθυγιεινά και χημικά-τοξικά κατάλοιπα και γ.τ.ο., αφορά στην πλειοψηφία του πληθυσμού και για ένα μέρος του (χωρίς οικονομικό πρόβλημα, αλλά που έχει ενστερνισθεί τον καταναλωτισμό) έχει πάρει τη μορφή της παχυσαρκίας(κατανάλωση λιπαρών τροφών κ.λ.π.). Εδώ το ζήτημα έχει να κάνει με την ενημέρωση και την αλλαγή της νοοτροπίας, ιδίως της ταχυφαγίας.
3. Η φυσική και υγιεινή τροφή αφορά ένα μικρό μέρος του πληθυσμού, όχι κατ ανάγκην «πλούσιου», αλλά «συνειδητού» (με την έννοια ότι προτιμούν την ποιότητα παρά την ποσότητα), που όμως από την μια αντιμετωπίζει το πρόβλημα της έλλειψής της (δεν καλύπτεται η ζήτηση από την παραγωγή ποιοτικής τροφής ) και από την άλλη των υψηλότερων τιμών της. Εδώ το ζήτημα έχει να κάνει με την στήριξη και επέκταση της βιολογικής και οικο-γεωργίας, που αν γενικευθεί θα μπορέσει να απαντήσει όχι μόνο στο πρόβλημα της έλλειψης και της σχετικής ακρίβειας, αλλά θα μπορέσει να θρέψει όλο τον πληθυσμό και γενικότερα να αναζωογονήσει την επαρχία, να μειώσει την ανεργία και να βοηθήσει στην αλλαγή της νοοτροπίας, ώστε να στραφούμε προς την ποιότητα και να μη προσκολλάμε στην ποσότητα.
Η Ελληνική παραδοσιακή (μεσογειακή) διατροφή, που αποτελεί έκφραση της κοινωνικής και πολιτισμικής μας κληρονομιάς, έχει απόλυτα τεκμηριωμένη επίδραση στην υγεία και τη μακροζωία του ανθρώπου. Αυτή χαρακτηρίζεται από:
• Υψηλή κατανάλωση: Φρούτα εποχής, Λαχανικά και χόρτα εποχής, Δημητριακά όπως ψωμί, ζυμαρικά, ρύζι κλπ. ολικής άλεσης ,Ελαιόλαδο κατά προτίμηση ωμό ,Ελιές , ξηροί καρποί και σπόροι όπως π.χ. αμύγδαλα, καρύδια, ή 3 ηλιόσποροι.
• Μέτρια κατανάλωση: Ψάρια και θαλασσινά, όσπρια, πατάτες.
• Χαμηλή κατανάλωση: Λευκά κρέατα μέχρι (κοτόπουλο, κουνέλι, πουλερικά). Αυγά 3-4 την εβδομάδα. Γάλα και γαλακτοκομικά (Προτιμάμε γιαούρτι, τυρί και άλλα προϊόντα ζύμωσης με χαμηλά λιπαρά).
• Ελάχιστη κατανάλωση: Αλλαντικά, λουκάνικα, κόκκινο κρέας (μοσχάρι, βοδινό, χοιρινό, αρνί, πρόβατο κατσίκι, γίδα, κυνήγι). Γλυκά, παγωτά και αναψυκτικά μια φορά τη εβδομάδα.
topikopoiisi.eu
Η σύγχρονη διατροφή μας (τα τελευταία 50 χρόνια κυρίως στη Δύση) είναι «υπερφορτωμένη» με γλουτένη, λόγω της παρουσία της παντού σχεδόν(μπαίνει σαν πρόσθετο) και της υπερκατανάλωσης επεξεργασμένων τροφών που στηρίζονται στο ραφιναρισμένο αλεύρι.
Πηγή: tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου